τοτεμισμός

τοτεμισμός
ο, Ν
1. εθνολ. πλέγμα ιδεών και πρακτικών, σε μερικούς λαούς, οι οποίες βασίζονται στην πίστη ότι υπάρχει συγγένεια ή μυστική σχέση μεταξύ ενός ανθρώπου ή μιας ομάδας ανθρώπων και φυσικών αντικειμένων, όπως είναι τα ζώα και τα φυτά
2. φρ. α) «ομαδικός [ή κοινωνικός ή συλλογικός] τοτεμισμός»
εθνολ. η σχέση που συνδέει ένα τοτέμ με μια ομάδα ανθρώπων
β) «ατομικός τοτεμισμός» — σχέση φιλίας και προστασίας μεταξύ ενός προσώπου και ενός συγκεκριμένου ζώου ή ενός φυσικού φαινομένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. totemism < totem (βλ. τοτέμ) + -ism (βλ. -ισμός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τοτεμισμός — ο η πίστη στα τοτέμ (βλ. λ.) και το σύνολο των εθίμων που σχετίζονται με αυτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τοτέμ — Λέξη των Ερυθρόδερμων Ογκιμπουέι της Βόρειας Αμερικής, που χρησιμοποιείται ως όρος για τον χαρακτηρισμό ενός ορισμένου ζώου ή φυτού ή ενός στοιχείου της φύσης, με το οποίο το άτομο ή η ομάδα, όπως πιστεύουν, έχουν σχέση συγγένειας ή… …   Dictionary of Greek

  • κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… …   Dictionary of Greek

  • Λεβί-Στρος, Κλοντ — (Claude Lévi Strauss, Βρυξέλλες 1908 –). Γάλλος εθνολόγος. Σπούδασε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης και το 1935 διορίστηκε καθηγητής της κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο του Σαο Πάολο της Βραζιλίας. Από την περίοδο αυτή χρονολογούνται το… …   Dictionary of Greek

  • Λεντάκης, Ανδρέας — (Αντίς Αμπέμπα, Αιθιοπία 1934 – 1997). Πολιτικός και συγγραφέας. Σπούδασε αρχαιολογία στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Υπήρξε μέλος της γραμματείας της Νεολαίας Λαμπράκη, ένας από τους κύριους εμπνευστές και οργανωτές της Μαραθώνιας …   Dictionary of Greek

  • παλαιολιθική εποχή — Το πρώτο και μεγαλύτερο σε χρονική διάρκεια μέρος της εποχής του λίθου. Η π.ε. τοποθετείται χρονικά στο δεύτερο μισό του πλειστόκαινου και οι αρχές της ανάγονται, συμβατικά βέβαια, γύρω στα 600.000 π.Χ. Αν πάρουμε λοιπόν υπόψη μας ότι η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”