- τοτεμισμός
- ο, Ν1. εθνολ. πλέγμα ιδεών και πρακτικών, σε μερικούς λαούς, οι οποίες βασίζονται στην πίστη ότι υπάρχει συγγένεια ή μυστική σχέση μεταξύ ενός ανθρώπου ή μιας ομάδας ανθρώπων και φυσικών αντικειμένων, όπως είναι τα ζώα και τα φυτά2. φρ. α) «ομαδικός [ή κοινωνικός ή συλλογικός] τοτεμισμός»εθνολ. η σχέση που συνδέει ένα τοτέμ με μια ομάδα ανθρώπωνβ) «ατομικός τοτεμισμός» — σχέση φιλίας και προστασίας μεταξύ ενός προσώπου και ενός συγκεκριμένου ζώου ή ενός φυσικού φαινομένου.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. totemism < totem (βλ. τοτέμ) + -ism (βλ. -ισμός)].
Dictionary of Greek. 2013.